λογχοφόροι

λογχοφόροι
λογχοφόρος
spear-bearing
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • СПЕКУЛЯТОР —    • Speculātor,        1. шпион на войне (Liv. 30, 29. Caes. b. g. 2, 11). Таких шпионов следует отличать от exploratores, которые высылались в большом числе на рекогносцировку (Liv. 21, 26). Будучи пойманы, шпионы тотчас подвергались смертной… …   Реальный словарь классических древностей

  • λανσιέδες — οι είδος χορού που χορεύεται από τέσσερα ζευγάρια τα οποία σχηματίζουν τετράγωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lanciers «λογχοφόροι»] …   Dictionary of Greek

  • λογχοφόρος — α, ο (AM λογχοφόρος, ον) 1. οπλισμένος με λόγχη («λογχοφόρον ἔνοπλον... γένος», Ευρ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι λογχοφόροι ειδικό σώμα έφιππων στρατιωτών, οπλισμένων με λόγχη («λογχοφόρους δὲ σὺν πελτασταῑς», Ξεν.) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ρύμα — (I) ύματος, τὸ, Α βλ. ρύμα. (II) ύματος, τὸ, Α 1. υπεράσπιση, προστασία ή και σωτηρία 2. προπύργιο («μέγιστον ῥῡμα τῶν πολλῶν κακῶν [θάνατος]», Αισχύλ.) 3. στον πληθ. τὰ ῥύματα τα βοηθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥύ τού ἔρυμαι «σώζω, προστατεύω» [βλ.… …   Dictionary of Greek

  • λογχοφόρος — ο ο οπλισμένος με λόγχη: Οι λογχοφόροι επιτέθηκαν τελευταίοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”